- λυγοτευχής
- λῠγοτευχής, ές,A made of withes,
κύρτος AP9.562
(Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύρτος AP9.562
(Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυγοτευχής — λυγοτευχής, ές (Α) κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
λυγοτευχέα — λυγοτευχής made of withes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λυγοτευχής made of withes masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek